- εὐλόγησα
- εὐλογέωspeak well ofaor ind act 1st sgεὐλογέωspeak well ofaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευλογώ — ευλόγησα, ευλογήθηκα, ευλογημένος. 1. υμνώ, δοξάζω. 2. δίνω ευχή, εύχομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλογησάσας — εὐλογησά̱σᾱς , εὐλογέω speak well of aor part act fem acc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογήσας — εὐλογήσᾱς , εὐλογέω speak well of aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογάω — / ευλογώ (παρατατ. ούσα), ευλόγησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: ευλογάω : κυρίως χρησιμοποιείται ο τύπος βλογάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευλογώ — ευλογώ, ευλόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ευλογάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής